κοδομεύς

κοδομεύς
κοδομεύς, ό, θηλ. κοδομεύτρια (Α)
αυτός που ψήνει κριθάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κοδομή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κοδομεύς — one who roasts barley masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοδομή — κοδομή, ἡ (Α) 1. γυναίκα που έψηνε κριθάρι 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὄνομα θεραπαίνης». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται ίσως για δάνεια λ. μικρασιατικής προελεύσεως. Ως προς τα παράγωγα, από το κοδομή παρήχθη πιθ. το κοδομεύω και από το τελευταίο… …   Dictionary of Greek

  • κοδομεία — κοδομεία, η (Α) [κοδομεύς] το φρυγάνισμα τού κριθαριού …   Dictionary of Greek

  • κοδομείον — κοδομεῑον, ιων. τ. κοδομήιον, τὸ (Α) [κοδομεύς] το δοχείο μέσα στο οποίο έψηναν κριθάρι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”